ῥάβδος — rod fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ράβδος — η / ῥάβδος, ΝΜΑ·1. επίμηκες, κυλινδρικό και λεπτό τεμάχιο ξύλου ή ξύλινο στέλεχος το οποίο κρατείται από το χέρι είτε για στήριξη τού σώματος κατά το βάδισμα είτε ως πρόχειρο όπλο άμυνας ή επίθεσης, βακτηρία, μπαστούνι, μαγκούρα («ταχὺ πηδῶ τῆς… … Dictionary of Greek
ράβδος — η 1. ραβδί, μπαστούνι· «ποιμαντορική ράβδος», η πατερίτσα του επισκόπου· «στραταρχική ράβδος», μικρό ραβδί με στολίδια, διακριτικό του αξιώματος του στρατάρχη· «αστυνομική ράβδος», το κλομπ των αστυνομικών. 2. κάθε αντικείμενο που μοιάζει με… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ῥάβδω — ῥάβδος rod fem nom/voc/acc dual ῥάβδος rod fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥάβδοι — ῥάβδος rod fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥάβδοις — ῥάβδος rod fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥάβδοισι — ῥάβδος rod fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥάβδοισιν — ῥάβδος rod fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥάβδον — ῥάβδος rod fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥάβδου — ῥάβδος rod fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥάβδους — ῥάβδος rod fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)